- λιθοειδής
- λιθο-ειδής, ές, steinartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθοειδής — like stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδής — ές (Α λιθοειδής, ές) ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα τού λίθου νεοελλ. φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο τής ακοής και τον πόρο τού προσωπικού νεύρου β) «λιθοειδές νεύρο» ένα από τα… … Dictionary of Greek
λιθοειδῆ — λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιθοειδής like stone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδεῖ — λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λιθοειδής like stone masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδεῖς — λιθοειδής like stone masc/fem acc pl λιθοειδής like stone masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδές — λιθοειδής like stone masc/fem voc sg λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδοῦς — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδῶν — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
ՔԱՐԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0997 Chronological Sequence: Unknown date ա. λιθοειδής . Ուր ունի զտեսիլ կամ զնմանութթիւն քարի. քարանման. *Քարատեսակ խնոյր վերակաւ (զողնաշարն). Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)